- εξαρνητικός
- ἐξαρνητικός, -ή, -όν (Α) [εξάρνησις]αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ' ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαρνητικός — apt at denying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)